Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 2008

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 4 ΑΠΡΙΛΗ

Θεατρικό μονόπρακτο του Δ.Π.'Οθωνα, λίγες μέρες πριν τα Χριστούγεννα, λίγες μέρες πριν τη νέα χρονιά.




"Aυτό το μονόπρακτο γράφτηκε με αφορμή μια είδηση που άκουσα πριν ένα χρόνο περίπου στο ελληνικό ραδιόφωνο και που τη βρήκα και στο internet, αφού είχα αρχίσει να γράφω.
Το αφιερώνω στον πατέρα πλανόδιο μουσικό, το γιο του μίμο και τον άλλο μετανάστη συλλέκτη τσίγκινων κουτιών, που γνώρισα κάποιο ανοιξιάτικο απόγευμα στο σιδηροδρομικό σταθμό του Göteborg. "

Δ.Π.Όθωνας


ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 4 ΑΠΡΙΛΗ

( θεατρικό μονόπρακτο )


Πρόσωπα
Πατέρας - μετανάστης ( μάλλον ρουμάνος ), 45άρης, ευγενικός, κουρασμένος. Είναι πλανόδιος μουσικός
Μητέρα- μετανάστις, 40άρα, όμορφη γυναίκα
Κόρη ( Ιωάννα ) – 15άρα κοπέλα, παίζει τσέλο
Γιος ( Στεφάν ) – 18άρης, καλλιτέχνης του δρόμου
Γιούρι – μετανάστης ,50άρης, πλανόδιος μουσικός, φίλος του Πατέρα


(Ανοιξιάτικο σούρουπο. Στη σκηνή φωτίζεται μια γέφυρα: η γέφυρα πάνω από τη σιδηροδρομική γραμμή. Ακούγεται το τρένο που πλησιάζει.
Από δεξιά, ανεβαίνει τη γέφυρα ο Πατέρας με βήμα αποφασισμένο. Φορά παλιομοδίτικα μπαλωμένα σκούρα ρούχα ( σίγουρα σακάκι ). Έχει κρεμασμένη χιαστί στην πλάτη του μια κιθάρα. Φτάνει στο κέντρο της γέφυρας, το τρένο είναι ήδη από κάτω. Ο άντρας κοιτάζει γύρω, καβαλάει με το ένα πόδι το πεζούλι, είναι έτοιμος να πέσει - διστάζει – το τρένο απομακρύνεται. Μένει για λίγα δευτερόλεπτα ακίνητος, τραβιέται και ακουμπά στο πίσω πεζούλι με πρόσωπο στο θεατή. Σκέφτεται. Παραμένει φωτισμένος. Ακούγεται σαν κάποιος να παίζει τσέλο )

(Φωτίζεται μπροστά και δεξιά η σκηνή : ένα μικρό δωμάτιο σε γερασμένη πολυκατοικία της πρωτεύουσας. Κάποιο μπόγοι και στρωσίδια, χαρτόκουτα, ένας σπασμένος καθρέφτης, ρούχα απλωμένα για στέγνωμα, ημίφως. Η Ιωάννα παίζει τσέλο καθισμένη σε κασόνι.
Εικόνα: γέφυρα - δωμάτιο )

( Ο Πατέρας κατεβαίνει τρέχοντας τη γέφυρα και μπαίνει στο δωμάτιο. Κοντοστέκεται. Παίρνει ένα μπουκάλι φτηνό αλκοόλ, σερβίρεται ευγενικά, κάθεται σε ένα κασόνι και ακούει με προσοχή την Ιωάννα που παίζει για λίγο ακόμα. Παύση )

Πατέρας : ( χειροκροτώντας ελαφρά, χαμογελώντας νοσταλγικά )
Αν σε άκουγε η κυρία Άννα σίγουρα θα ήταν
ευτυχισμένη !
Ιωάννα :… Η καλή μου η δασκάλα !

(Παύση )

Ιωάννα: Χθες βράδυ την είδα στον ύπνο μου…ήταν σκυμμένη στο πιάνο, όπως πάντα, και εγώ όρθια δίπλα της τη βοηθούσα, άλλαζα τις παρτιτούρες….και αυτή χαμογελούσε….. και η μητέρα έπαιζε στο άλλο πιάνο….. στο μαύρο το γερμανικό….θυμάσαι ;
Πατέρας : (βυθισμένος στις σκέψεις του )Τι να θυμάμαι ;



( Μπαίνει η μητέρα. Κρατά μια πλαστική διάφανη μεγάλη σακούλα με άδεια κουτάκια αναψυκτικών και 3 μπουκέτα λουλούδια. Αφήνει προσεχτικά τα λουλούδια πάνω σε ένα χαρτοκιβώτιο )

Μητέρα: Καλησπέρα…
Πατέρας: Καλησπέρα Τάνια… ( δεν την κοιτάζει )

Ιωάννα : Καλησπέρα μητέρα…
( με χαρά – δείχνει τα μπουκέτα ) ….μόνο τρία σου έμειναν !

(Η μητέρα στρώνει τραπέζι στις υπάρχουσες συνθήκες )

( Παύση )

Μητέρα: ( προς τον Πατέρα ) Ο Στεφάν άργησε…. Δεν ήσασταν μαζί ;

Πατέρας: Έμεινε στον κεντρικό πεζόδρομο…
Είχε κόσμο και …
..και έμεινε…
Μητέρα: Σήμερα θα συναντούσες τον Γιούρι, να σου πει για τις
άδειες παραμονής…
…είχε πει θα ρωτούσε και για μας στην υπηρεσία
μεταναστών...

( παύση)

…παραλίγο να με σταματήσει ένας αστυνομικός πριν μπω
στο μετρό…
..σταμάτησε όμως κάποιους νέγρους που κρατούσαν
μεγάλες πλαστικές σακούλες….
………………………………………………..
…συνάντησες τελικά τον Γιούρι ;
…τι σου είπε ;

( Ακούγεται ο ερχομός του τρένου. Μόνο ο άντρας το ακούει : τινάζεται όρθιος και τρέχει προς τη γέφυρα. Τα φώτα στο δωμάτιο σβήνουν. Ο άντρας καβαλά το πεζούλι, το τρένο είναι από κάτω, διστάζει, τραβιέται.
Ακούγεται η βουή του κεντρικού πεζόδρομου της πόλης και φωτίζεται ο Στεφάν αριστερά στη σκηνή.
Είναι ντυμένος Αρλεκίνος και δουλεύει σα μίμος πάνω σε ένα κασόνι, γνέφοντας με χαρακτηριστικές κινήσεις σε υποτιθέμενους πελάτες που πετούν περνώντας κάποιο κέρμα.
Ο άντρας τρέχει προς εκεί. Στέκεται δίπλα στο Στεφάν και παίζει κάποια ταραντέλα. Γνέφουν ταυτόχρονα « ευχαριστώ » σε υποτιθέμενους
« περαστικούς πελάτες » και συζητούν ανέκφραστα προσπαθώντας να μην επηρεαστεί το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα λόγω της συζήτησης. )

Πατέρας: Δεν κρυώνεις ;
Στεφάν: ( Γνέφει αρνητικά )
Πατέρας: Έφαγες τίποτα;
Στεφάν: ( Γνέφει αρνητικά )

( Ο πατέρας κάνει να βγάλει κάτι από την τσέπη του. Ο Στεφάν γνέφει αρνητικά )

Πατέρας: Έχει κόσμο σήμερα….. ε;
Παρασκευή βλέπεις…
Βάζουν όλοι τα καλά τους και βγαίνουν βόλτα.
Όπως και εμείς τότε…
Θυμάσαι ;….

...μήπως φάνηκε ο Γιούρι ;…

… θα έχει νέα για τις άδειες παραμονής…

….αυτό να γίνει… και μετά… ε;
…και μετά θα τακτοποιηθούμε…!
..ε;

Στεφάν: ( Γνέφει ναι )

( παύση )

Πατέρας: Ο κλόουν ο Πολωνός που είναι ;
Λες να αρρώστησε ;
Δεν ήρθε σήμερα …

Στεφάν: ( Σταυρώνει τους καρπούς των χεριών του, εννοώντας
χειροπέδες )

Πατέρας: ( Ταραγμένος )
Πότε;
Σήμερα ;
Και συ ;
Έτρεξες ;

( Ακούγεται ο ερχομός του τρένου. Ο άντρας συντονίζεται κρεμά την κιθάρα στην πλάτη και τρέχει προς τη γέφυρα. Σκοτάδι στο Στεφάν.
Ο άντρας καβαλά το πεζούλι, το τρένο είναι από κάτω. Ο άντρας διστάζει, τραβιέται. Στέκεται.
Ακούγεται το φουγάρο ενός πλοίου, η θάλασσα, οι γλάροι. Φωτίζεται μπροστά το κέντρο της σκηνής: σε ένα ντοκ κάθεται ο Γιούρι και καπνίζει. Έχει κρεμασμένο στους ώμους του το ακορντεόν.
Ο πατέρας τρέχει προς εκεί.)

Πατέρας: Συγνώμη που άργησα… ( κάθεται στο δίπλα ντοκ )

Γιούρι: Γειά …

( Ο Γιούρι προσφέρει φτηνό τσιγάρο, ο πατέρας παίρνει. Ανάβει, καπνίζουν )

Γιούρι : Θα φύγω για την δίπλα χώρα…..
…δε με σηκώνει το κλίμα εδώ…
…και στην εκκλησία που κοιμάμαι δεν πάει άλλο…
…θα φύγω για την δίπλα χώρα…
…θα περάσω από τα βουνά… νύχτα…
…θα περάσω τα σύνορα νύχτα και θα πάω στη δίπλα
χώρα…
Πατέρας: Πάλι τα ίδια ;
Δεν τα είπαμε αυτά;
Σε λίγες μέρες θα έχεις την άδεια παραμονής και
όλα θα φτιάξουν…
θα βγαίνεις στο δρόμο χωρίς να φοβάσαι...
…και συ και όλοι μας…
Γιούρι : Δε θα μου δώσουν άδεια παραμονής..
Ρώτησα…
Δε θα μου δώσουν οι μπάσταρδοι…
Πατέρας:Ρώτησες ;
Ρώτησες και για μας ;
Είχες πει θα ρωτούσες και για μας…
Ε;
Γιούρι : Ρώτησα
Πατέρας: Και;
Γιούρι : Ούτε σε σας θα δώσουν…
Σε κανένα δε θα δώσουν οι μπάσταρδοι αυτή τη χρονιά…
Και όποιον πετυχαίνουν στο δρόμο χωρίς άδεια θα τον
στέλνουν πίσω…
Μόνο κίτρινο αστέρι στο πέτο δε μας κρέμασαν ακόμα οι
οι μπάσταρδοι…
Πατέρας: Σε κανένα δε θα δώσουν… ( ; )
Γιούρι : Θα δώσουν είπαν στα μέλη οικογένειας της οποίας ο
πατέρας έχει πεθάνει, για κάποιο λόγο, σε τούτη δω τη
χώρα – μόνο αυτοί δικαιούνται….

( ο πατέρας ταράσσεται )

…οι υπόλοιποι κρυφτό και απέλαση….

( παύση )

…μπρος θάλασσα και πίσω θάλασσα…
…και ΄χει βγάλει αέρα…

( Ο Γιούρι παίζει μια λυπητερή μελωδία στο ακορντεόν. H ματιά του πατέρα καρφωμένη στον ορίζοντα.
Σε λίγο ακούγεται το τρένο που πλησιάζει. Ο πατέρας σηκώνεται, στέκεται και τρέχει προς τη γέφυρα.
Ο Γιούρι στο σκοτάδι.
Ο άντρας καβαλά το πεζούλι, το τρένο είναι από κάτω, σκοτάδι στη γέφυρα και ταυτόχρονα ηχητικό - φωτιστικό μιξάρισμα:
αριστερά φωτίζεται ο Στεφάν πάνω στο κασόνι ντυμένος Αρλεκίνος ενώ ακούγεται το τσέλο που παίζει δίπλα του καθισμένη σε αναποδογυρισμένο κασόνι η Ιωάννα. )
τέλος

Δεν υπάρχουν σχόλια: