Τετάρτη 13 Οκτωβρίου 2010

ΠΑΡΑΛΙΓΟ ΒΑΣΙΛΙΑΣ


( θεατρικό μονόπρακτο )

Πρόσωπα :
Ήλιος
Φεγγάρι


(Σκουπιδότοπος στην άκρη της πόλης. Ανάμεσα σε κούτες και λοιπά υλικά κοιμάται ένας γέρος. Πιο πέρα μια γριά. Η γυναίκα μπορεί να μην είναι υπαρκτό πρόσωπο ώστε να χρειάζεται κάποια να παίξει αυτό το ρόλο ηθοποιός. Στην περίπτωση που ο σκηνοθέτης την παρουσιάζει στην σκηνή την φωτίζει μόνο όταν συμμετέχει. Είναι νύχτα. Χειμωνιάτικη. Έχει φεγγάρι. Ο γέρος βήχει. Ψάχνει στο σκοτάδι. Ψάχνει σπίρτα. Ανάβει κάνα δυο. Βγάζει από την τσέπη μισό κερί και το στηρίζει σε μια ψαροκασέλα που έχουν για τραπέζι. Κάθεται δίπλα. Ανάβει το κερί. Βρίσκει μια παλιοεφημερίδα. Διαβάζει.)

Ήλιος:
Αγνοώντας τις εναντίον τους απειλές για ολοκληρωτικό πόλεμο από τον Ζαρκάουι, δεκάδες Σιίτες συγκεντρώνονται για ιερό προσκύνημα στην Κερμπάλα, αλλά χθες θρήνησαν εικοσιένα νεκρούς, σε επιθέσεις αυτοκτονίας. Τουλάχιστον δύο καμικάζι επιτέθηκαν σε δρόμους που οδηγούν στην Κερμπάλα, γιατί οι δυνάμεις ασφαλείας είχαν ζώσει την πόλη.
Οι δυνάμεις ασφαλείας...


(Βγάζει και πίνει από ένα μπουκάλι. Μονολογεί.)

Οι δυνάμεις ασφαλείας...

Πάντοτε σε λάθος χρόνο και λάθος τόπο.


(Η γριά βήχει και κουκουλώνεται.)

Φεγγάρι! Φεγγάρι! Αχ...! Κρύωσες!

(Πηγαίνει και τη σκεπάζει. Κάθεται στο προσκεφάλι της. Παύση. Μονολογεί.)

Απ’ όλα είχαμε σ’ εκείνο το καρότσι... Τι εννοώ απ’ όλα; Και πασατέμπους είχαμε και φιστίκια και στραγάλια... Στο πλάι; Λες και δεν ξέρεις τι είχαμε στο πλάι!

(Περήφανα, ενώ σαν να διδάσκει.)

Ειδική πατέντα για ψήσιμο καλαμποκιού! Όλες τις μέρες του χρόνου! Καθημερινές και αργίες... Και από κάτω το ντουλαπάκι... για τις προμήθειες...

(Σιγά.)

... το μπουκάλι το ούζο... για τις δύσκολες ώρες!

(Γελάει.)

Χα, χα! Μη μας ακούσει και το φεγγάρι...

(Το φεγγάρι βήχει ασθενικά.)

Ωχ! Μας άκουσε!

(Πίνει λίγο από το μπουκάλι. Μονολογεί.)

Καλησπέρα σας! Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος! Την άδειά σας παρακαλώ!
Κοιτάζω το φεγγάρι, με κοιτάει.
Την άδειά σας παρακαλώ!
Δεν έχουμε άδεια παιδί μου, του λέει το φεγγάρι.
(Δείχνει τη γριά.)
Τότε είσαστε παράνομοι!
Παράνομοι..


(Βήχει το φεγγάρι. Τρέχει να τη σκεπάσει. Το φεγγάρι σαν να ξύπνησε.)

Φεγγάρι: Κρυώνω...
Ήλιος: Τώρα θ’ ανάψω φωτιά...


(Το φεγγάρι ξανακοιμάται.
Σπάζει κάνα δυο κασόνια, μαζεύει και κάνα δυο τρία ξύλα και βάζει φωτιά σ’ ένα μισό βαρέλι. Ταυτόχρονα λέει σιγά, σχεδόν τραγουδιστά.)

Αβε Καίσαρα! Οι μελλοθάνατοι σε χαιρετούν!

(Παύση.)

Γιατί χαίρεται ο κόσμος και χαμογελά πατέρα;

(Παύση.)

Βομβαρδίζουμε για προληπτικούς λόγους...

(Παύση. Η φωτιά άναψε. Φροντίζει το Φεγγάρι και κάθεται. Πίνει απ’ το μπουκάλι.)

Όλα τα ήξερα... και προχωρούσα το δρόμο μόνος... Ο δρόμος...

(Ακούγεται από μακριά μια λυπητερή μελωδία με τρομπέτα.)

... Πολέμησα... Αλήθεια στο λέω... Δεκαοχτώ χρονών με πήρανε στον εθνικό στρατό να πολεμήσουμε τους αντάρτες.
Θυμάμαι ένα μεσημέρι... Καλοκαίρι ήτανε... Ήμασταν καμιά δεκαριά στο βουνό... Απέναντί μας οι αντάρτες... Νερό δεν είχαμε... Να πάει ο μικρότερος να φέρει, λέει ο λοχίας...
Σηκώνομαι λοιπόν και κατεβαίνω τη χαράδρα να φτάσω στο ρυάκι...
Οι αντάρτες απέναντι στις φυλλωσιές... Ησυχία νεκροθαλάμου... Εκεί να σε είχα... Γέμισα δέκα παγούρια κι άρχισα ν’ ανεβαίνω πάλι...
Λες να με είδανε;
... Πολέμησα αλήθεια σου λέω...


(Πίνει και βγάζει γόπες, τις ανοίγει και στρίβει τσιγάρο. Το ανάβει.)

Μετά έγινα φωτογράφος... Αργότερα βέβαια... φωτογράφος νυχτερινών κέντρων... στα σκυλάδικα που λένε... Λοιπόν, αυτή η δουλειά θέλει τέχνη, όχι μόνο στη φωτογραφία αλλά και στις κινήσεις σου μες τη νύχτα... Συνάντησα φτωχούς και πλούσιους. Ντόπιους και ξένους. Χαρούμενους και δυστυχισμένους. Μεθυσμένους από ποτό, μεθυσμένους από έρωτα, νέους, γέρους, άντρες, γυναίκες, πόρνες, πρεζάκια, παπάδες, τραβέλια, μπάτσους...
Η νύχτα είναι...


(Παύση.)

Μίλησα με υπουργούς και μανάβηδες, με καλλιτέχνες και γραφιάδες, με ζωντανούς και πεθαμένους...

(Παύση.)

Η νύχτα είναι θάλασσα... Να εύχεσαι να μην ρίχνει απόβλητα κανένα εργοστάσιο εκεί που κολυμπάς... γιατί θα πνιγείς στα σκατά... Μακάρι να μπορέσεις να τα μυρίσεις για ν’ ανοιχτείς πιο μακριά, να κολυμπήσεις σε καθαρά νερά...
κι ας είναι πάλι νύχτα...


(Το Φεγγάρι βήχει. Πάει δίπλα της, ρίχνει ξύλα στη φωτιά.)

Θέλεις λίγο νερό; Έλα να πιεις Φεγγάρι μου.

(Της δίνει. Το Φεγγάρι βαριανασαίνει.)

Φεγγάρι:(Ψιθυρίζει.) Όταν πεθάνω να με θάψεις στο Κάιρο.
Ήλιος: Μη λες τέτοια λόγια... Αύριο θα ‘σαι καλύτερα και θα ψάξω για υλικά να φτιάξω καινούργιο καρότσι! Θα βγάλουμε να πουλάμε και σημαίες!


(Το Φεγγάρι βήχει ασθενικά και ξαναβυθίζεται.)

Δεν ξέρω τι τους έχει πιάσει κι αγοράζουνε όλοι σημαίες...

(Μονολογεί.)

Σημαίες, παρελάσεις, πανηγυρικοί... Σκατά στα μούτρα τους...

(Παύση.)

... Στη Θεσσαλονίκη μεγάλωσα όταν ήρθαμε από την Κωνσταντινούπολη. Η μάνα μου πέθανε όταν ήμουν έντεκα χρονών και με μεγάλωσε η θεία Ολυμπία...
Μέναμε δίπλα στο εβραϊκό νεκροταφείο.


(Πίνει απ’ το μπουκάλι.)

Τότε η Θεσσαλονίκη είχε Εβραίους, Αρμένιους, Τούρκους, Έλληνες...

(Παύση. Σηκώνεται, ζωηρά.)

Λοιπόν δε θα ξεχάσω ένα πρωί που ‘ρχεται ο φίλος μου ο Νικόλας και μου λέει, ρε συ δεν έχουμε μια... πεινάω... τι θα κάνουμε; Θα παίξουμε Καραγκιόζη ρε Νικόλα, του λέω. Με εισιτήριο;! μου λέει. Ναι ρε, του λέω, με εισιτήριο! Τόσα βράδια στο δέντρο πίσω απ’ τη μάντρα τα ‘χω μάθει απ’ έξω τα έργα του μπερντέ!
Πάμε βρίσκουμε κάτι χαρτόνια μια φαλτσέτα και σπάγγο και μέχρι τ’ απόγευμα φτιάχνουμε τις φιγούρες, τις βασικές, οχι όλες! Κλέβω ενα σεντόνι απ’ τη θεία Ολυμπία, φέρνει κι ο Νικόλας μια λάμπα πετρελαίου και να ’μαστε το σούρουπο στο υπόγειο έτοιμοι για την παράσταση.
... Ο καραγκιόζης ξενοδόχος... το ‘χα πιο φρέκσο αυτό το έργο. Στην είσοδο ο Νικόλας έκοβε τα εισιτήρια κι εγω αρχίζω την παράσταση. Βγάζω τον Καραγκιόζη κι ενα κολλητήρι, μόνος μου ήμουνα, και ξαφνικά πέφτει η λάμπα και σπάει δίπλα στο πανί! Αρπάζει φωτιά το σεντόνι και κανα δυο φιγούρες. Το ‘βάζει στα πόδια η πιτσιρικαρία κι ο Νικόλας, φωνάζοντας ... φωτιά φωτιά! Να ‘σου και η θεία Ολυμπία μ’ ενα κουβά νερό και κάτι γείτονες με τις στάμνες...


(Παύση.)

... Πολύ ξύλο έφαγα εκείνο το βράδυ... Μετά το ξύλο, στον ύπνο μου, είδα τον πατέρα... Ακόμα αναρωτιέμαι πως τον είδα αφού δεν τον είχα συναντήσει μέχρι τότε στη ζωή μου... Κι όταν τον γνώρισα αργότερα, ηταν ολόιδιος όπως τον είδα εκείνο το βράδυ στον ύπνο μου...

(Το φεγγάρι βήχει και προσπαθεί να γυρίσει πλευρό. Δεν τα καταφέρνει. Ο ήλιος τρέχει κοντά της.)

Φεγγάρι:Με ποιον μιλάς; Έλα, τραγούδησέ μου. (Βήχει)
Ήλιος: (Τραγουδά)
Mαύρα μάτια
Μαύρα φρύδια
Κατσαρά μαύρα μαλλιά
Άσπρο πρόσωπο σαν κρίνος
Και στο μάγουλο ελιά.


(Το φεγγάρι ξαναβυθίζεται.
Ο Ήλιος σιγουρέυεται οτι έχει κοιμηθεί, αλλάζει το κερί μ’ ένα άλλο, πηγαίνει σ’ ένα κουβά και πλένεται.)

Ο πατέρας μου αυτοκτόνησε όταν ήμουν 18... Δε θα σου πώ το γιατί... το ξέρεις...

(Παύση.)

Λίγη ώρα πρίν αυτοκτονήσει ήρθε να με σκοτώσει... Εγώ δούλευα στο καφενείο της Ρωσίδας τότε σερβιτόρος...

(Πάυση.)

Μου ζήτησε να του δώσω τα λεφτα που είχα μαζέψει... Αρνήθηκα...

(Παύση.)

Λένε πως ήταν ληστής... άνοιγε τις κλειδαριές με τα μάτια! Άνοιγε τράπεζες, σπίτια πλουσίων κι ότι τους έπαιρνε τα μοίραζε σ’ αυτούς που δεν είχανε, πάντρευε φτωχά κορίτσια...
Στο Βουκουρέστι, στη Μόσχα, στην Τεργέστη έκανε τις δουλειές...


(Έντονα.)

Τότε πρωτοβγήκαν οι φωτογραφικές μηχανές για να φυλάνε τις τράπεζες κι αυτός αφού άδειαζε ενα θυσαυροφυλάκιο κατέβαζε τα παντελόνια του και η μηχανή φωτογράφιζε τον κώλο του! Την άλλη μέρα οι εφημερίδες στο Βουκουρέστι έγραφαν για τον ληστή με τον ωραίο κώλο... (Γελάει.)

(Μεγάλη παύση. Αρχίζει να ξημερώνει. Ακούγεται ο αυτοκινητόδρομος.)

Τώρα μένω μόνος, εδώ στα σκουπίδια... Δεν παντρεύτηκα. (Στη γυναίκα.)
Κι εσυ φεγγάρι θα φύγεις σε λίγο...

(Παύση. Πίνει απ’ το μπουκάλι.)

Θα ‘θελα να δω τον πατέρα, μ’ εκείνο τοξύλινο βαλιτσάκι στ’ αριστερό του χέρι...Ποτέ δε μ’ άφησε να το ανοίξω... Αργότερα έμαθα ότι μέσα σ’ αυτό φύλαγε τα εργαλεία της δουλειάς του και ότι το παρέδωσε όταν γύρισε οριστικά, με την αμνηστία... Θα ‘θελα να δω τον πατέρα και την παρέα του...
Τον Ανέστη με το μπαγλαμά, τον Τανάλια με τα μακριά δάχτυλα και το Παιδί, εναν εξηντάχρονο ναυτικό, έγγονα του ληστή Νταβέλη.
Θα ‘θελα να τους συναντήσω στο καφενείο της Ρωσίδας, σκυμμένους πάνω σε
αυτοσχέδιους χάρτες να ετοιμάζουν τις επόμενες δουλειές.
Κι εγω να τους σερβίρω ρακί περιμένοντας την ώρα που ο Ανέστης θα πιάσει στα χέρια του τον μπαγλαμά και η Ρωσίδα θα γνέψει πίσω απο τον πάγκο στον Τανάλια να τη χορέψει με τα μακριά του δάχτυλα.
Θα ΄θελα να δω και τους πολισμάνους κρυμμένους στη γωνία να ζηλεύουν τα μακριά δάχτυλα του Τανάλια.
Ώσπου να περάσει η μητέρα έξω απο το καφενείο και ο πατέρας να σηκωθεί σιγουρεύοντας το όπλο στη μέση του, πηγαίνοντας προς την πόρτα.


(Παύση. Βγάζει απο τη μέση του ενα παλιό περίστροφο.)

Αυτό είναι το όπλο που μάζεψα όταν έτρεξα να τον βρώ κοντά στο αρχαίο θέατρο.

(Ακούγεται ρόγχος θανάτου. Το Φεγγάρι εξαφανίζεται. Βγήκε ο ήλιος, ξημέρωσε για τα καλά.)
(Ο Ήλιος τρέχει προς το Φεγγάρι που έχει εξαφανιστεί.)

Φεγγάρι... φεγγάρι...!

(Παύση.)

Κοντά στο αρχαίο θέατρο αυτοκτόνησε ο πατέρας.

Τέλος

Δ. Π. Όθωνας